
ΩΣ ΑΝΤΙΡΥΤΙΔΙΚΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ:
Στην Δερματολογία πρόκειται για πολύ αραιωμένη Βοτουλική Τοξίνη που εγχέεται σε ειδικά σημεία του προσώπου με στόχο την παροδική πάρεση (μη σύσπαση) των υπεύθυνων για την έκφραση μυών. Έτσι απαλύνονται ή σβήνουν οι σχετικές ρυτίδες έκφρασης. Το Βοτοx εφαρμόζεται κυρίως στο ανώτερο τμήμα του προσώπου, αλλά πλέον και σε άλλες θέσεις. Επικρατέστερες θέσεις είναι το μεσόφρυο και γενικά το μέτωπο και η εξωτερική γωνία των ματιών (πόδι χήνας).
Η δράση γίνεται εμφανής μετά την έγχυση, από λίγες ημέρες έως 2 εβδομάδες μετά. Το αποτέλεσμα διαρκεί 2-4 μήνες. Δεν έχει εποχιακούς περιορισμούς, καθώς εφαρμόζεται καθ’ όλη την διάρκεια του έτους και μπορεί να επαναλαμβάνεται.
Αντενδείκνυται στην κύηση και γαλουχία, σε κάποιες αυτοάνοσες καταστάσεις και σε μυοπάθειες. Δεν πρέπει να εφαρμοστεί σε σημείο του δέρματος με φλεγμονή.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΗΣ ΥΠΕΡΙΔΡΩΣΙΑΣ ΣΕ ΜΑΣΧΑΛΕΣ, ΣΕ ΠΑΛΑΜΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΜΑΤΑ:
Η υπερβολική έκκριση ιδρώτα στις μασχάλες, στις παλάμες και στα πέλματα, αντιμετωπίζεται με Botox ενδοδερμικά. Γίνονται πολλαπλές κοντινές εγχύσεις. Aποτελεί την πιο δραστική αντιμετώπιση της υπεριδρωσίας και το αποτέλεσμα διαρκεί 6 μήνες.
Ιστορικό για την ιατρική χρήση της τοξίνης: Είχε προηγηθεί η χρήση της τοξίνης με επιτυχία στη Νευρολογία σε πολύ μεγαλύτερες πυκνότητες, για την αντιμετώπιση της σπαστικότητας των μυών σε νευρολογικές νόσους και αφορούσε μύες σε όλο το σώμα. Χρησιμοποιείται και σήμερα, με διευρυσμένες ενδείξεις, όπως πχ. και στην ημικρανία και στην ακράτεια από υπερδραστηριότητα της ουροδόχου κύστεως. Ξεκίνησε να χρησιμοποιείται θεραπευτικά το 1970 για αποκατάσταση του στραβισμού. Η τοξίνη απομονώθηκε από το αναερόβιο βακτήριο κλωστηρίδιο της αλλαντίασης, το οποίο συνέβαινε να μολύνει κονσέρβες με αλλαντικά, άλλα κρέατα ή ψάρια, σε συνθήκες αναερόβιες. Τότε η νόσος, η αλλαντίαση (botulism), χαρακτηριζόταν από μυική αδυναμία έως παράλυση που γινόταν προοδευτικά γενικευμένη. Οι τοξίνες έχουν διαφορους υπο-τύπους Α, Β, C1, E, F, G. Μέχρι στιγμής θεραπευτικώς χρησιμοποιείται η Α.